ἔρυσις
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐρύω A) A a drawing, νεῶν Max.Tyr.19.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1037] ἡ, das Ziehen, Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρυσις: -εως, ἡ, (ἐρύω) ἕλκυσις, «τράβηγμα», νεῶν ἐρύσεις ἐκ θαλάσσης ἄνω Μαξ. Τύρ. 19. 4· ἐν Φίλωνι 1. 602 ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ ὄρουσις.
Greek Monolingual
ἔρυσις, ἡ (Α) [[[ερύω]] (I)] το τράβηγμα, η έλκυση («νεῶν ἐρύσεις», Μάξ. Τύρ.).