ἡμιγενής

From LSJ
Revision as of 23:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιγενής Medium diacritics: ἡμιγενής Low diacritics: ημιγενής Capitals: ΗΜΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: hēmigenḗs Transliteration B: hēmigenēs Transliteration C: imigenis Beta Code: h(mirenh/s

English (LSJ)

ές,    A intermediate, equivocal, Pl.Ti.66d; of fruits, half-formed, Thphr.HP1.14.1.

German (Pape)

[Seite 1167] ές, halb geschaffen, unvollständig (der Art nach), Plat. Tim. 66 d; Theophr. 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιγενής: -ές, γεγεννημένος κατὰ τὸ ἥμισυ, ἀτελής, Πλάτ. Τιμ. 66D· ἐπί καρπῶν, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, οὐ δύνανται τελειοῦν, ἀλλ’ ἡμιγενῆ φθείρεται Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 14, 1.

Greek Monolingual

ἡμιγενής, -ές (Α)
1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής
2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, ομο-γενής].

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐγενής: половинчатый, смешанный (ὀσμή Plat.).