ἱστότονος

From LSJ
Revision as of 00:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστότονος Medium diacritics: ἱστότονος Low diacritics: ιστότονος Capitals: ΙΣΤΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: histótonos Transliteration B: histotonos Transliteration C: istotonos Beta Code: i(sto/tonos

English (LSJ)

ον,    A stretched on the loom, πηνίσματα v.l. in the codd. other than Rav. for ἱστόπονα, Ar.Ra.1315; κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1271] über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστότονος: -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu sur un métier de tisserand.
Étymologie: ἱστός, τείνω.

Greek Monolingual

ἱστότονος, -ον (Α)
τεντωμένος πάνω στον αργαλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. ασκό-τονος, χορδό-τονος].

Greek Monotonic

ἱστότονος: -ον (τείνω), αυτός που είναι τεντωμένος στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἱστότονος: натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.).

Middle Liddell

ἱστό-τονος, ον τείνω
stretched in the loom, Ar.