ὀξυμυρσίνη
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ἡ, A = κεντρομυρσίνη, butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144, cf. 1.11, Androm. ap. Gal.13.842, Gal.6.643 ; also called χαμαιμυρσίνη, Plin.HN15.27, 23.165.
German (Pape)
[Seite 353] ἡ, die Stachelmyrte, Diosc.; auch das adj. ὀξυμύρσινος muß vorgekommen sein, da es Plin. lat. braucht.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠμυρσίνη: ἡ, ὡς τὸ κεντρομυρσίνη, ἡ ὀξέα φύλλα ἔχουσα μυρσίνη, καλουμένη καὶ χαμαιμυρσίνη, Πλίν. 15, 7., 23. 83.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυμυρσίνη)
βοτ. φυτό που, κατά τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λειριίδες και είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγομηλιά.
Translations
ar: سفندر مدبب; az: ponti bigəvəri; bar: kosmanstaud; bg: бодлив залист; br: bug; ca: galzeran; co: caracutellu; da: musetorn; de: Stechender mäusedorn; el: λαγομηλιά; en: butcher's broom; eo: pika rusko; eu: erratz; fa: کولهخاس; fi: pikkuruskus; ga: giolcach nimhe; gl: xilbarbeira; gv: guilckagh; he: עצבונית החורש; hr: bodljikava veprina; hsb: wšědna myšaca wěcha; hu: szúrós csodabogyó; io: rusko; ja: ナギイカダ; kab: arereǧ; nap: avrusca; pl: myszopłoch kolczasty; ru: иглица колючая; sh: bodljikava veprina; ta: இலையடி பழச்செடி; tr: tavşanmemesi; uk: рускус колючий; vec: bruschi; zh: 假葉樹