ὀψωνάτωρ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, A caterer, Ath.4.171a (from Lat. obsonator, cf. AB339.14).
German (Pape)
[Seite 434] ορος, ὁ, das lat. opsonator, Ath. IV, 171 a. Vgl. ἀγοραστής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνάτωρ: -ωρος, ὁ, ἀγοραστής, ὁ τὰ ὄψα ὠνούμενος, ὁ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ὀψώνης καλούμενος, Ἀθήν. 171Α. ― Ἐν τοῖς Βεκκήρου Ἀνεκδ. (339, 14) φέρεται, «ἀγοραστήν: τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον, ὃν οἱ Ρωμαῖοι ὀψωνιάτωρα καλοῦσιν», ἀνθ’ οὗ ὀρθότερον εἶναι τὸ παρ’ Ἀθηναίῳ ὀψωνάτωρα, διότι Λατινιστὶ λέγεται obsonator, οὐχὶ odsoniator, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 137.
Greek Monolingual
ὀψωνάτωρ και ὀψωνιάτωρ, ὁ (Α)
αγοραστής τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. opsonator (< opsonium < ὀψώνιον)].