ὑγρόχυτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (χέω) A pouring or poured forth wet, Nonn.D.8.275.
German (Pape)
[Seite 1172] sich feucht ergießend, feucht, naß ergossen, ὄμβρος Nonn. D. 8, 274.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρόχῠτος: -ον, (χέω) ὁ ῥέων ἢ ἐκχεόμενος ὑγρός, Νόνν. Δ. 8. 275.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που χύνεται σαν υγρό («ὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό-χυτος, υδρό-χυτος].