ὑποχρίω

From LSJ
Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχρίω Medium diacritics: ὑποχρίω Low diacritics: υποχρίω Capitals: ΥΠΟΧΡΙΩ
Transliteration A: hypochríō Transliteration B: hypochriō Transliteration C: ypochrio Beta Code: u(poxri/w

English (LSJ)

[ῑ],    A smear under or on, besmear, anoint, τινί τι Hdt. 2.86, Hp.Fract.21; paint another's face under the eyes, X.Cyr.8.8.20:—Med., paint oneself, ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς (cf. ὑπογράφω v) ib.8.1.41; anoint oneself slightly, Aret.CD1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχρίω: [ῑ], χρίω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. ὑπογράφω V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

enduire par dessous ; particul. teindre ou farder le bord des yeux : τινα de qqn;
Moy. ὑποχρίομαι se teindre ou se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.
Étymologie: ὑπό, χρίω.

Spanish

ungir

Greek Monolingual

ΜΑ χρίω
αλείφω αποκάτω ή λίγο
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ὑποχρίω: [ῑ], αλείφω από κάτω ή επαλείφω, τί τινι, σε Ηρόδ.· ὑποχρίω τινί, βάφει το πρόσωπό του κάτω από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, βάφω τα μάτια μου από κάτω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχρίω: смазывать, намазывать (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.

Middle Liddell


to smear under or upon, τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to paint his face under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to paint one's own eyes underneath, Xen.