λευκαθίζω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A to be white, Hdt.8.27 (codd. opt.), PLeid.X.84, Gloss.; of spots on the body, LXX Le.13.38; [τρίχες] λευκαθίζουσαι Babr.22.9; αἶγες χιόνι λ. Id.45.3, cf. Ael.NA17.8, 9; λ. οἱ λόφοι, of snow-clad hills, Alciphr.3.30; οἰκία λ. γύψῳ Epict.Gnom.43; of fluids in the eye, to be colourless, Cass.Pr.27; of eyes, S.E.P.1.44:—Pass., λελευκαθισμένη clad in white, LXX Ca.8.5. (λευκανθ- is read in Babr., but is against the metre, also in Ael., Alciphr., Epict., Cass., and S.E., and is v.l. in Hdt.l.c., LXX Ca.l.c.; cf. λευκαθέω, ὑπολευκαθίζω.)
Greek Monolingual
λευκαθίζω και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α)
1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.)
2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -άθω (πρβλ. αλκ-άθω, αμυν-άθω)
το λευκάθω μεταπλάστηκε σε λευκαθίζω, από το οποίο σχηματίστηκε ο τ. λευκ-ανθίζω με επίδραση της λ. ἄνθος.