μονόκλαυτος

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκλαυτος Medium diacritics: μονόκλαυτος Low diacritics: μονόκλαυτος Capitals: ΜΟΝΟΚΛΑΥΤΟΣ
Transliteration A: monóklautos Transliteration B: monoklautos Transliteration C: monoklaftos Beta Code: mono/klautos

English (LSJ)

θρῆνος, ὁ, a lament A made by one only, A.Th.1069 (anap.).

German (Pape)

[Seite 203] θρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden, Aesch. Spt. 1056.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκλαυτος: θρῆνος, ὁ, θρῆνος γινόμενος ὑφ’ ἑνὸς μόνου, Αἰσχύλ. Θήβ. 1064.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pleure ou gémit seul.
Étymologie: μόνος, κλαίω.

Greek Monolingual

μονόκλαυτος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που τον κλαίει μόνο ένας
2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ' ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυτος].

Russian (Dvoretsky)

μονόκλαυτος: (о плаче) раздающийся в одиночестве, одинокий (θρῆνος Aesch.).

Middle Liddell

μονό-κλαυτος θρῆνος, ὁ,
μονό-κλαυτος, θρῆνος, ὁ, a lament by one only, Aesch.