μήχι

From LSJ
Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήχι Medium diacritics: μήχι Low diacritics: μήχι Capitals: ΜΗΧΙ
Transliteration A: mḗchi Transliteration B: mēchi Transliteration C: michi Beta Code: mh/xi

English (LSJ)

related to μή as οὐχί to οὐ, ναίχι to ναί, Eub.23.

Greek Monolingual

μήχι (Α)
μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή-χι (πρβλ. οὐχί)].