στεπτικός

From LSJ
Revision as of 09:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτικός Medium diacritics: στεπτικός Low diacritics: στεπτικός Capitals: ΣΤΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: steptikós Transliteration B: steptikos Transliteration C: steptikos Beta Code: steptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A for crowning: στεπτικόν, τό, payment by magistrates for the crown of office, POxy.1413.4, al. (iii A.D.); cf. στέμμα, στέφανος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στέφω
1. στεπτήριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεπτικόν
χρήματα τα οποία οι άρχοντες κατέβαλλαν στους βασιλείς ως αντίτιμο για το αξίωμα που κατείχαν.