ἀμιθρέω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἀμιθρός, Ep. and Ion. metath. for ἀριθμέω, ἀριθμός, Nicoch.5 D., Call.Cer.86, Fr.339, Phoen.1.9, Herod.6.6, Simon.228.
German (Pape)
[Seite 124] zählen, für ἀριθμέω, Callim. frg. 339; Phoenix bei Ath. XII, 530 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμιθρέω: ἀμιθρός, κατ’ Ἐπικὴν μετάθ. ἀντὶ ἀριθμέω, ἀριθμός, Καλλ. εἰς Δήμ. 86, Ἀποσπ. 339, Θεόκρ. 13. 72, Ahr., Σιμων. 134: πρβλ. Ruhnk Ἐπισ. Κριτ. σ. 172.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
contar ποίμνι' ἀ. Call.Cer.86, τὰ κρίμν' Herod.6.6, cf. Nicoch.19A, Call.Fr.314, Phoen.2.8, cf. ἀριθμέω.
Greek Monotonic
ἀμιθρέω: από Επικ. μεταθ. αντί ἀριθμέω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμιθρέω: Theocr. v. l. = ἀριθμέω.
Middle Liddell
[by epic metath. for ἀριθμέω, Theocr.]