διδυμόζυξ
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, = διδυμόζυγος, (with a pair of horses, twofold), δίφρος ib.21.212; αὐλός ib.23.211.
German (Pape)
[Seite 616] υγος, dasselbe, δίφρος, zweispännig, Nonn. D. 21, 210.
Spanish (DGE)
(δῐδῠμόζυξ) -υγος
de dos caballos, δίφρος Nonn.D.21.212
•fig. doble αὐλός Nonn.D.23.211.