διπλῆ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ἡ, (διπλοῦς) a marg. mark used by Gramm. (<*>, <*>), to indicate vv. Il., rejected verses, etc., and, in dramatic poetry, a new speaker, Cic.Att.8.2.4, Heph.A Poëm.p.74C., Sch.Il.Oxy.1086 ii 55, etc. II a dance, Poll.4.105, Hsch. III διπλαῖ, αἱ, = δίπλωμα, IG14.1054b: also sg., PSI5.446 (ii A. D.). IV = διπλοΐς, Ap.Ty. Ep.3.
Greek (Liddell-Scott)
διπλῆ: ἡ, (διπλοῦς) σημεῖον τιθέμενον ὑπὸ τῶν Γραμματικῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ, ὁμοιάζον πρὸς τὸ Υ ἢ V πλαγίως κείμενον, πρὸς δήλωσιν διαφόρων γραφῶν, ὀβελιστέων στίχων, κτλ., καὶ παρὰ τοῖς δραματικοῖς ποιηταῖς πρὸς δήλωσιν νέου προσώπου ἐν τῷ διαλόγῳ, Ἡφαιστ. 15. 1, Σχόλ. εἰς Αριστοφ. Πλ. 253, Κικ. π. Ἀττ. 8. 2, 4. ΙΙ. χορός τις, Πολυδ. Δ΄, 105, Ἡσύχ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 982.
Spanish (DGE)
Russian (Dvoretsky)
διπλῆ: ἡ (sc. γραμμή) грам. дипла, «согнутая вдвое линия» (пометка на полях рукописи в форме > - δ. ἀπερίστικτος); δ. περιεστιγμένη Diog. L. знак >̣̇.