ἀρτίδροπος

From LSJ
Revision as of 22:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίδροπος Medium diacritics: ἀρτίδροπος Low diacritics: αρτίδροπος Capitals: ΑΡΤΙΔΡΟΠΟΣ
Transliteration A: artídropos Transliteration B: artidropos Transliteration C: artidropos Beta Code: a)rti/dropos

English (LSJ)

ον, = foreg., A v. ἀρτίτροπος.

Spanish (DGE)

-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.

Greek Monotonic

ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v. l. ἀρτίτροπος).

Middle Liddell

ἄρτιος, δρέπω
ready for plucking, of tender age, Aesch.