ἀρτίδροπος
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ον, = foreg., A v. ἀρτίτροπος.
Spanish (DGE)
-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.
Greek Monotonic
ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v. l. ἀρτίτροπος).