σωμάτινος
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
η, ον, = foreg., Gloss.
German (Pape)
[Seite 1060] körperlich, vom Körper, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σωμάτῐνος: -η, -ον, (σῶμα) = τῷ προηγ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
σωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].