μαστόδεσμος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ὁ, = sq., Gal.18(1).774.
Greek (Liddell-Scott)
μαστόδεσμος: ὁ, = τῷ ἑπομ., Γαλην. 471.
Greek Monolingual
μαστόδεσμος, ὁ (Α)
το μαστόδετον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δεσμός (< δέω)].