πεταλουργός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
όν, = foreg., Gloss.
German (Pape)
[Seite 604] = πεταλοποιός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πετᾰλουργός: -όν, = πεταλοποιός, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
ο τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές τών ζώων έλξης και ιππασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].