πεταλουργός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετᾰλουργός Medium diacritics: πεταλουργός Low diacritics: πεταλουργός Capitals: ΠΕΤΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: petalourgós Transliteration B: petalourgos Transliteration C: petalourgos Beta Code: petalourgo/s

English (LSJ)

όν, = foreg., Gloss.

German (Pape)

[Seite 604] = πεταλοποιός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰλουργός: -όν, = πεταλοποιός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
ο τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές τών ζώων έλξης και ιππασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].