ὁμαιμοσύνη

From LSJ
Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμαιμοσύνη Medium diacritics: ὁμαιμοσύνη Low diacritics: ομαιμοσύνη Capitals: ΟΜΑΙΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: homaimosýnē Transliteration B: homaimosynē Transliteration C: omaimosyni Beta Code: o(maimosu/nh

English (LSJ)

ἡ, = sq., APl.4.128.

German (Pape)

[Seite 328] ἡ, Blutsverwandtschaft, Ep. ad. 306 (Plan. 128).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαιμοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Πλαν. 128.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
parenté par le sang.
Étymologie: ὅμαιμος.

Greek Monolingual

η (Α ὁμαιμοσύνη) όμαιμος
η ιδιότητα του ομαίμου, η εξ αίματος συγγένεια.

Greek Monotonic

ὁμαιμοσύνη: ἡ, συγγένεια εξ αίματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὁμαιμοσύνη, ἡ, [from ὅμαιμος
blood-relationship, Anth.