νυκτοφυλακή

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοφῠλᾰκή Medium diacritics: νυκτοφυλακή Low diacritics: νυκτοφυλακή Capitals: ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΗ
Transliteration A: nyktophylakḗ Transliteration B: nyktophylakē Transliteration C: nyktofylaki Beta Code: nuktofulakh/

English (LSJ)

ἡ, = sq., v. foreg.

Greek Monolingual

και νυχτοφυλακή, η (Α νυκτοφυλακή)
νυχτερινή φρουρά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή φρουρά
2. υπηρεσία που φρουρεί έναν τόπο ή εποπτεύει στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλακή.