εὐχαλίνωτος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαλῑνωτος Medium diacritics: εὐχαλίνωτος Low diacritics: ευχαλίνωτος Capitals: ΕΥΧΑΛΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: euchalínōtos Transliteration B: euchalinōtos Transliteration C: efchalinotos Beta Code: eu)xali/nwtos

English (LSJ)

ον, (χαλῑνόω) = foreg., Hdn.Epim.178.

German (Pape)

[Seite 1108] gut gezäumt, gut, leicht zu zäumen, Hdn. Epimer. p. 178, Erkl. von εὔφιμος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχᾰλίνωτος: -ον, (χαλῑνόω) ὁ καλῶς κεχαλινωμένος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 178.

Greek Monolingual

εὐχαλίνωτος, -ον (Α)
αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. α-χαλίνωτος, δυσ-χαλίνωτος].