κυψελίς
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = foreg., of swallows' or sand-martins' nests, ib.618a34. II wax in the ears, Ruf.Onom.223, Aret.SD1.15, Luc.Lex.1, Lib.Decl. 26.35:—also κυψελ-ίτης ῥύπος, ὁ, EM549.24.
German (Pape)
[Seite 1539] ίδος, ἡ, dim. zu κυψέλη, kleines Behältniß, Höhle, Arist. H. A. 9, 30. – Auch das Ohrenschmalz, Luc. Lexiph. 1; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κυψελίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κυψέλη, ἴδε ἐν λέξ. κύψελος. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, ῥύπος, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
ordure dans les oreilles.
Étymologie: κυψέλη.
Greek Monolingual
κυψελίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κυψελίδα.
Russian (Dvoretsky)
κυψελίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) небольшая полость, гнездо Arst.;
2) ушная сера Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυψελίς -ίδος, ἡ [κυψέλη] oorsmeer.