πολύψαμμος
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ον, = foreg., ψάμαθος dub. l. in AP7.214 (Arch., fort. πολυξάντους).
German (Pape)
[Seite 677] sehr sandig, Archi. 30 (VII, 214).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de sable.
Étymologie: πολύς, ψάμμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυψάμαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ψάμμος «άμμος» (πρβλ. υπό-ψαμμος)].
Russian (Dvoretsky)
πολύψαμμος: обильный песком, песчаный (χῶμα Aesch.; ψάμαθοι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύψαμμος -ον [πολύς, ψάμμος] met veel zand, zanderig.