εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
[Seite 628] ion. u. ep. compar. von πλεῖος, voller, Od. 11, 359; dah. reicher, begüterter, Nic. Th. 119 Arat. 644.
Cp. ion. de πλέος.
πλειότερος: эп. compar. к πλέος или πλέως.
πλειότερος comp. van πλεῖος.