ἄτα
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (Slater)
ᾱτα (-ας, -ᾳ dub., -αν. cf. ἀυάτα)
1 ruin, doom κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον sc. Τάνταλος (O. 1.57) βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν the city of Augeas destroyed by Herakles (O. 10.37) (δόλιος ἀστός) σαίνων ποτὶ πάντας ἄταν πάγχυ διαπλέκει (Heyne: ἀγὰν Boeckh: ἄγαν codd.) (P. 2.82) φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (ἄτᾳ, ἄτα codd.: ἆται Hermann: ἄτᾳ expungens <ἀλλ> add. Boeckh, <τᾶν> Thiersch: locus conclamatus) (P. 11.55) φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι (N. 9.21)
Russian (Dvoretsky)
ἄτα: ἡ дор. = ἄτη.