κλιβανίτης

From LSJ
Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

German (Pape)

[Seite 1452] ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.

Greek Monolingual

κλιβανίτης και κριβανίτης, ὁ (Α)
1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός
2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημ-ίτης, στεφαν-ίτης)].

Greek Monotonic

κλῑβᾰνίτης: κλίβᾰνος, βλ. κριβαν-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλιβανίτης -ου [κλίβανος] uit de oven:. ἄρτοι κλιβανῖται in de oven gebakken broden Hp. Vict. 42.