Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱστοριογράφος

From LSJ
Revision as of 22:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518

German (Pape)

[Seite 1271] ὁ, der Geschichtschreiber; Pol. 2, 62, 2; D. Sic. 1, 9; D. Hal. öfter; unterschieden von συγγραφεύς, B. A. 734; vgl. Plut. plac. phil. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοριογράφος: ὁ, συγγραφεὺς ἱστορίας, ἱστορικός, Πολύβ. 2. 62, 2, Διόδ. 1. 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905. 2 (Α) 13· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ἁπλῶς διηγήσεις γράφοντος συγγραφέως, ὡς ἐρευνῶν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, Πλούτ. 2. 898Λ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
historien.
Étymologie: ἱστορία, γράφω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱστοριογράφος)
αυτός που γράφει ιστορικά βιβλία, ο ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο-γράφος, πεζο-γράφος.

Russian (Dvoretsky)

ἱστοριογράφος: (ᾰ) ὁ историограф, историк Polyb., Diod., Plut.