ἧς
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
French (Bailly abrégé)
gén. sg. f. de ὅς, ἥ, ὅ.
English (Autenrieth)
(αι), ἧσται, ἥμεθα, ἧσθε, ἕαται and εἵαται, imp. ἧσο, inf. ἧσθαι, part. ἥμενος, ipf. ἥμην, ἧστο, ἥσθην, ἥμεθα, ἧντο and ἕατο and εἵατο: sit; often w. a part. to denote some condition of mind or body, ἧστο ὀδῦρόμενος, θαυμάζων, ὀλιγηπελέων, etc.; and, in general, the verb may denote a settled condition of any sort, ‘stay,’ ‘keep,’ ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης, Il. 15.740, Il. 24.542; σῖγῇ, ἀκέουσα, σιωπῇ ἧσο, Il. 4.412.
Greek Monotonic
ἧς: Δωρ. αντί εἷς, ο ένας, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἧς: gen. sing. к ἥ I.