λινόζωστις

From LSJ
Revision as of 13:59, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόζωστις Medium diacritics: λινόζωστις Low diacritics: λινόζωστις Capitals: ΛΙΝΟΖΩΣΤΙΣ
Transliteration A: linózōstis Transliteration B: linozōstis Transliteration C: linozostis Beta Code: lino/zwstis

English (LSJ)

(in codd. sts. wrongly λῐνο-ζῶστις), εως (Gal.14.760, 19.128) and ιδος (Id.12.63, 19.96), Ion. ιος (Hp.Epid.7.92), ἡ, A mercury, Mercurialis annua, Hp.Mul.2.135, Epid.l. c., Dsc.4.189: dat. λινοζώστῳ v.l. in Aret.CA1.2. 2 λ. ἀγρία ἄρρην dog's mercury, Mercurialis perennis, Ps.-Dsc.4.190.

German (Pape)

[Seite 49] ἡ, eine Pflanze, Bingelkraut; Arist. plant. 2, 6; Hippocr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόζωστις: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε ἡμαρτημένως, -ζῶστις), εως καὶ ιδος (ἀμφότερα παρὰ Γαλην.), Ἰων. ιος, ἡ, σκαρολάχανον ἢ σκαρόχορτον, Ἱππ. 653. 52., 1234D, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6. 10, Διοσκ. 4. 191.

French (Bailly abrégé)

εως ou ιδος (ἡ) :
mercuriale, plante.
Étymologie: λίνον, ζώννυμι.

Greek Monolingual

ζώστις, -ώστεως και -ώστιδος και ιων. γεν. ώστιος, ἡ (Α) είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζωστις (< ζώννυμι)].

Russian (Dvoretsky)

λῐνόζωστις: εως ἡ бот. пролеска (Mercurialis annua) Arst.