λινόζωστις
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English (LSJ)
(in codd. sts. wrongly λῐνο-ζῶστις), εως (Gal.14.760, 19.128) and ιδος (Id.12.63, 19.96), Ion. ιος (Hp.Epid.7.92), ἡ, A mercury, Mercurialis annua, Hp.Mul.2.135, Epid.l. c., Dsc.4.189: dat. λινοζώστῳ v.l. in Aret.CA1.2. 2 λ. ἀγρία ἄρρην dog's mercury, Mercurialis perennis, Ps.-Dsc.4.190.
German (Pape)
[Seite 49] ἡ, eine Pflanze, Bingelkraut; Arist. plant. 2, 6; Hippocr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόζωστις: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε ἡμαρτημένως, -ζῶστις), εως καὶ ιδος (ἀμφότερα παρὰ Γαλην.), Ἰων. ιος, ἡ, σκαρολάχανον ἢ σκαρόχορτον, Ἱππ. 653. 52., 1234D, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6. 10, Διοσκ. 4. 191.
French (Bailly abrégé)
εως ou ιδος (ἡ) :
mercuriale, plante.
Étymologie: λίνον, ζώννυμι.
Greek Monolingual
ζώστις, -ώστεως και -ώστιδος και ιων. γεν. ώστιος, ἡ (Α) είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζωστις (< ζώννυμι)].
Russian (Dvoretsky)
λῐνόζωστις: εως ἡ бот. пролеска (Mercurialis annua) Arst.