πολυκέρδεια

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέρδεια Medium diacritics: πολυκέρδεια Low diacritics: πολυκέρδεια Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΔΕΙΑ
Transliteration A: polykérdeia Transliteration B: polykerdeia Transliteration C: polykerdeia Beta Code: poluke/rdeia

English (LSJ)

ἡ, A great craft, πολυκερδείησιν Od.23.77,24.167; πολῠ-κερδία is v.l. in Adam.Phgn.2.37.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, große Schlauheit, List, im plur., Od. 24, 167.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν Ὀδ. Ω. 167.

Greek Monolingual

και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ πολυκερδής
η ιδιότητα του πολυκερδούς
αρχ.
η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκέρδεια -ας, ἡ [πολυκερδής] gewiekstheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυκέρδεια: ион. πολυκερδείη ἡ тонкая хитрость: πολυκερδείῃσιν Hom. с помощью хитроумнейших уловок.

Middle Liddell

πολῠκέρδεια, ἡ,
great craft, πολυκερδείῃσιν Od. [from πολῠκερδής]