πολυκέρδεια
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἡ, A great craft, πολυκερδείησιν Od.23.77,24.167; πολῠ-κερδία is v.l. in Adam.Phgn.2.37.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, große Schlauheit, List, im plur., Od. 24, 167.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν Ὀδ. Ω. 167.
Greek Monolingual
και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ πολυκερδής
η ιδιότητα του πολυκερδούς
αρχ.
η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκέρδεια -ας, ἡ [πολυκερδής] gewiekstheid.
Russian (Dvoretsky)
πολυκέρδεια: ион. πολυκερδείη ἡ тонкая хитрость: πολυκερδείῃσιν Hom. с помощью хитроумнейших уловок.
Middle Liddell
πολῠκέρδεια, ἡ,
great craft, πολυκερδείῃσιν Od. [from πολῠκερδής]