ἀνοησία

From LSJ
Revision as of 19:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοησία Medium diacritics: ἀνοησία Low diacritics: ανοησία Capitals: ΑΝΟΗΣΙΑ
Transliteration A: anoēsía Transliteration B: anoēsia Transliteration C: anoisia Beta Code: a)nohsi/a

English (LSJ)

ἡ, A want of understanding, Suid. s.v. ἀβέλτερος. 2 opp. νόησις, un-knowing, i.e. mystical vision, θεωρεῖται ἀνοησία κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25. 3 mindlessness, ib.44.

German (Pape)

[Seite 239] ἡ (ἀνόητος), Gedankenlosigkeit, Unverstand, Sp. S. ἀνοητία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοησία: ἡ, ἔλλειψις νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀβέλτερος περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. = ἀκαταληψία, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 carencia de sensatez, insensatez Aq.Ps.48.14, Sud.s.u. ἀβέλτερος.
2 intuición mística θεωρεῖται ... ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25, de Dios ἀλογία καὶ ἀ. καὶ ἀνωνυμία Dion.Ar.M.3.588B.
3 incapacidad de pensar ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.Sent.44.

Greek Monolingual

η (Α ἀνοησία)
η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψία
νεοελλ.
συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγος
αρχ.
το ακατάληπτο, το ακατανόητο.