ἡμερόπιτυς
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
υος, ἡ, A cultivated pine, Hsch. s.v. μήκωνες.
German (Pape)
[Seite 1166] υος, ἡ, zahme Fichte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόπιτυς: -υος, ἡ, ἡ ἥμερος πίτυς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμερόπιτυς, -ίτυος, ἡ (Α)
καλλιεργημένο, ήμερο πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + πίτυς «πεύκο»].