ἱπποκόσμια
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
τά, A horse-trappings, Hsch. s.v. φάλαρα, Charis. p.549K., Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκόσμια: τά, κοσμήματα ἵππων, Ἡσύχ. ἐν λ. φάλαρα.
Greek Monolingual
ἱπποκόσμια, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κοσμήματα ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κοσμιον (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. ημι-κόσμιον, κορο-κόσμιον.