ἰατροσοφιστής

From LSJ
Revision as of 11:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾱτροσοφιστής Medium diacritics: ἰατροσοφιστής Low diacritics: ιατροσοφιστής Capitals: ΙΑΤΡΟΣΟΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: iatrosophistḗs Transliteration B: iatrosophistēs Transliteration C: iatrosofistis Beta Code: i)atrosofisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A professor of medicine, Dam. ap. Suid. s.v. Γέσιος.

German (Pape)

[Seite 1234] ὁ, ein Arzneigelehrter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτροσοφιστής: -οῦ, ὁ, διδάσκαλος, καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, Ἐπιφάν. (τ. 1. σ. 627Β, κτλ.), παρ᾿ ᾧ ἀπαντᾷ καὶ τὸ ἐπίθ. ἰατροσοφοστική, (δηλ. τέχνη), τ. 1. σ. 709C.

Greek Monolingual

ἰατροσοφιστής, ὁ (ΑΜ)
ο σοφός σχετικά με την ιατρική, σοφός γιατρός
αρχ.
αυτός που ασκεί την ιατρική με μαγικά μέσα και μαντεύματα.