ὠκύπλοος
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον, A quick-sailing, Hsch. s.v. ὁ ὠκύκλοος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπλοος: -ον, «ὁ ταχὺ πλέων» Ἡσύχ.· «ὠκυπλόων, ταχυπόρων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ-πλοος].