υπομνηματίζω

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑπομνηματίζω, ΝΑ ὑπόμνημα, -ατος]
συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω
αρχ.
(κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι
α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ' ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ' ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι παρέξομαι», Πλούτ.)
β) εκθέτω εγγράφως
γ) γράφω από μνήμης σημειώσεις σχετικά με γεγονότα, με συμβάντα («οἱ τὰ κατὰ καιροὺς ἐν ταῑς χρονογραφίαις ὑπομνηματιζόμενοι», Πολ.)
δ) συγγράφω ερμηνευτικά σχόλια σε σύγγραμμα, ερμηνεύω, σχολιάζω
ε) συντάσσω πραγματεία σχετικά με ένα θέμα («περὶ τῶν ἐν τοῑς Πυρρωνείοις ὑπομνηματιζόμενοι διεξῄειμεν», Σέξτ. Εμπ.).