κρουσιμετρώ

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

(Α κρουσιμετρῶ, -έω) κρουσιμέτρης
νεοελλ.
εξετάζω το έδαφος με χτύπημα για να βρω υπόγεια φλέβα νερού
αρχ.
εξαπατώ κατά το ζύγισμα του σίτου χτυπώντας τη ζυγαριά («κρουσιμετρεῑν, ἐλλιπῶς μετρεῑν καὶ ἐνδεῶς», Ησύχ.).