μονόρρυθμος

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόρρυθμος Medium diacritics: μονόρρυθμος Low diacritics: μονόρρυθμος Capitals: ΜΟΝΟΡΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: monórrythmos Transliteration B: monorrythmos Transliteration C: monorrythmos Beta Code: mono/rruqmos

English (LSJ)

ον, A of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.

Greek (Liddell-Scott)

μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l’ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.

Greek Monolingual

μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].

Russian (Dvoretsky)

μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).

English (Woodhouse)

alone, solitary

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)