προδιαπλέω

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαπλέω Medium diacritics: προδιαπλέω Low diacritics: προδιαπλέω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΠΛΕΩ
Transliteration A: prodiapléō Transliteration B: prodiapleō Transliteration C: prodiapleo Beta Code: prodiaple/w

English (LSJ)

A sail across first, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπί τινα D.C.47.33.

German (Pape)

[Seite 715] (s. πλέω), vorher durch od. hinüber schiffen, D. C. 47, 33.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαπλέω: διαπλέω πρότερος, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ’ αὐτὸν προδιαπλεῦσαι Δίων Κ. 47. 33.

Greek Monolingual

Α
περνώ πρώτος με πλοίο απέναντι («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν προδιαπλεῡσαι», Δίων. Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαπλέω «πλέω από τη μια ακτή ώς την απέναντι»].