πύρα

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, ΝΜ
μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῡς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. η ακτινοβολία της θερμότητας της φωτιάς, πυράδα
2. φλόγωση ασθενούς μέλους του σώματος ή ερεθισμός πληγής
3. η θερμότητα που οφείλεται στον παραπάνω ερεθισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. πυρῶ / πυρώνω (πρβλ. κάψα: καψώνω)].