υπερακοντίζω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
ὑπερακοντίζω ΝΜΑ
1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους
2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.
γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν ταῑς μηχαναῑς», Αριστοφ.)
μσν.
1. τρυπώ, διαπερνώ με το ξίφος
2. μτφ. εκτοξεύω, στέλνω μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀκοντίζω «ρίχνω ακόντιο, χτυπώ»].