οικόπεδο
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη εκτός σχεδίου» β. «πολλά οἰκιῶν ἔρημά ἐστιν ἐντὸς τῶν τειχῶν και οἰκόπεδα», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. τομέας δραστηριότητας, κύκλος δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας («μην μπαίνεις σε ξένα οικόπεδα»)
αρχ.
1. η θέση μιας πόλης
2. οικοδόμημα, οικία («καὶ πλίνθον ἐκ τῶν οἰκοπέδων τῶν ἐγγὺς καθαιροῡντες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -πεδον (< πέδον), πρβλ. κράσ-πεδον, στρατό-πεδον)].