λειοτριχιώ

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)
έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῖν ποιεῑ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)].