οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
ἱμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση του νερού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῑον (ενν. μέλος)
εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος και προέρχεται πιθ. από ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)].