πλωάς

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωάς Medium diacritics: πλωάς Low diacritics: πλωάς Capitals: ΠΛΩΑΣ
Transliteration A: plōás Transliteration B: plōas Transliteration C: ploas Beta Code: plwa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (πλώω) A = πλώουσα, sailing or floating about, ὄρνιθες A.R.2.1053 (EM731.40, but πλωίδας codd.):—also πλωϊάδες νεφέλαι Thphr. ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες νῆσοι (πλοάδες codd.) A floating islands in Lake Copais, Thphr.HP4.10.2, 4.12.4.

German (Pape)

[Seite 639] ἡ, = πλώουσα, Sp., die schwimmende, herumirrende, unstäte, νεφέλη, s. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πλωάς: -άδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, ἡ πλέουσα ἢ ἐπιπλέουσα, ὄρνιθες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054 (ἴδε ἐν λ. πτωκάς)· οὕτω, πλωϊάδες νεφέλαι Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292C· αἱ πλοάδες νῆσοι (ἀναγν. πλωάδες), αἱ τῶν Ἁρπυιῶν νῆσοι ἐν τῷ Αἰγαίῳ, αἱ μετὰ ταῦτα κληθεῖσαι Στροφάδες, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 2., 4. 12, 4.

Greek Monolingual

και πλωϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα
2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη
3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς
ονομασία του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος
4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα
β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + επίθημα -(ι)άς (πρβλ. λειμων-ιάς)].