τυραννία

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννία Medium diacritics: τυραννία Low diacritics: τυραννία Capitals: ΤΥΡΑΝΝΙΑ
Transliteration A: tyrannía Transliteration B: tyrannia Transliteration C: tyrannia Beta Code: turanni/a

English (LSJ)

ἡ, A = τυραννίς, Xenoph.3 (with penult. long); tyrannous conduct, Wilcken Chr.20 ii 12 (ii A. D.), PAmh.2.142.15 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννία: ἡ, = τυραννίς, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β (μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν τύραννος
η εξουσία του τυράννου, τυραννίδα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι καθαρό τυράγνιο»).