ἐπουσιώδης

From LSJ
Revision as of 09:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπουσιώδης Medium diacritics: ἐπουσιώδης Low diacritics: επουσιώδης Capitals: ΕΠΟΥΣΙΩΔΗΣ
Transliteration A: epousiṓdēs Transliteration B: epousiōdēs Transliteration C: epousiodis Beta Code: e)pousiw/dhs

English (LSJ)

ες, A added to the essence, non-essential, Phlp. in Ph.38.26 ; f.l. for ἐπεισοδιώδης, Porph.Intr.21.14. II symptomatic, of fever, Alex.Aphr. Febr.31, Pall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 1011] ες, was zu dem Wesen hinzukommt, außerwesentlich, Iambl. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπουσιώδης: -ες, (εἶδος) προστιθέμενος εἰς τὴν οὐσίαν, οὐχὶ οὐσιώδης, Πορφύρ. κλ. ἴδε Bast. Γρηγ. σ. 340.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐπουσιώδης, -ες)
αυτός που προστίθεται στην ουσία, που δεν είναι ουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
(για πυρετό) συμπτωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουσιώδης (< ουσία)].