ἐρυγγάνω
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
Prose and Att. form of ἐρεύγομαι (A), A belch, Hp.Vict.3.76, Cratin.58 : c. acc., [Βάκχιον] ἐ. E.Cyc.523, cf. Eup.198 ; σκοροδάλμην Luc.Alex.39 : metaph., δάνει' ἐρυγγάνων Diph.43.21:—also in Med., c. acc., Hp.Vict.3.75.
German (Pape)
[Seite 1035] praes. u. impf. att. = ἐρεύγομαι, nach den Atticisten die Form der gewöhnlichen Sprache dafür, rülpsen, vom Aufstoßen nach dem Essen, Hippocr.; Cratin. bei Ath. VIII, 344 b u. andere comici. Auch c. acc., ἐρυγγάνω γὰρ αὐτὸν (οἶνον) ἡδέως ἐγώ, der Wein stößt mir angenehm auf, Eur. Cycl. 523; τὴν σκοροδάλμην Luc. Alex. 39; λιμῶδες καὶ αὐχμηρόν, vor Hunger u. Elend rülpsen, Alciphr. 1, 25. – Ausbrechen, Hippocr. – Übertr., Etwas im Munde führen, schwatzen, λαλῶν τὰ ναῦλα καὶ δάνει' ἐρυγγάνων Diphil. bei Ath. VII, 292 b, vgl. Suid., gewiß eine Redensart des gemeinen Lebens. – Hippocr. braucht auch das med.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυγγάνω: κοινὸς πεζὸς καὶ Ἀττ. τύπος τοῦ ἐρεύγομαι, Ἱππ. 371. 46, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 2˙ μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶνον ἐρυγγ. Εὐρ. Κύκλ. 523, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Μαρικᾷ» 14˙ σκοροδάλμην Λουκ. Ἀλέξ. 39˙ μεταφ., δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21: ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ., Ἱππ. 371. 24, 38. - Περὶ τοῦ ἤρῠγον ἴδε ἐρεύγομαι.
French (Bailly abrégé)
1 roter ; vomir;
2 fig. vomir des paroles.
Greek Monolingual
ἐρυγγάνω (αττ. τ. του ἐρεύγομαι) (Α)
1. βλ. ερεύγομαι
2. μτφ. φλυαρώ, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερεύγομαι (I)].
Greek Monotonic
ἐρυγγάνω: = ἐρεύγομαι, Λατ. eructare, οἶνον ἐρυγγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυγγάνω: (= ἐρεύγομαι) отрыгать (οἶνον Eur.; σκοροδάλμην Luc.).
Frisk Etymological English
See also: s. 1. and 2. ἐρεύγομαι.
Middle Liddell
= ἐρεύγομαι vomit, eructare, οἶνον ἐρυγγ. Eur.
Frisk Etymology German
ἐρυγγάνω: {eruggánō}
Forms: ἐρυγεῖν, ἐρυγή usw.
See also: s. 1. und 2. ἐρεύγομαι.
Page 1,567