ὀδακτάζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδακτάζω Medium diacritics: ὀδακτάζω Low diacritics: οδακτάζω Capitals: ΟΔΑΚΤΑΖΩ
Transliteration A: odaktázō Transliteration B: odaktazō Transliteration C: odaktazo Beta Code: o)dakta/zw

English (LSJ)

A bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608 : ὀδακτίζω, D.H. 14.10 ; cf. ὀδάξω.

German (Pape)

[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).

Greek (Liddell-Scott)

ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.

Greek Monolingual

ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακ-τίζω)
βλ. και λ. οδάξ].

Russian (Dvoretsky)

ὀδακτάζω: Anth. = ὀδάξω.