ἐπιστρωφάω

Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

Frequentat. of ἐπιστρέφω, only intr., c. acc., A visit or frequent a place, θεοὶ..ἐπιστρωφῶσι πόληας Od.17.486; ἀνέρος, ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι haunt him, h.Merc.44; γαῖαν Orph.A. 830; εἰς γῆν Phryn.Trag.5:—Med., go in and out of, frequent, haunt, δῶμ' ἐπιστρωφωμένου A.Ag.972; also, come to, πόθεν γῆς τῆσδ' ἐ. πέδον; E.Med.666.

German (Pape)

[Seite 986] nur praes., verstärktes ἐπιστρέφω, sich oft an einem Orte herumdrehen, befinden, ihn besuchen, θεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας Od. 17, 486; ὅντε θαμειαὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι H. h. Merc. 44; eben so im med., ἀνδρὸς τελείου δῶμ' ἐπιστρωφωμένου Aesch. Ag. 946, wie Eur. Med. 666; Τρώεσσι Qu. Sm. 3, 267.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρωφάω: θαμιστ. τοῦ ἐπιστρέφω, ἀλλὰ μόνον ἐν ἀμεταβ. μετ’ αἰτ., συχνάζω εἴς τινα τόπον, ἐπισκέπτομαι αὐτόν, θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας, «ἐπέρχονται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ρ. 486· ἀνέρος, ὅντε θαμειαὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι, ἐπέρχονται αὐτῷ, ἐνοχλοῦσιν αὐτόν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 44· γαῖαν Ὀρφ. Ἀργ. 828· εἰς γῆν Φρύν. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 433: ― οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, εἰσέρχομαι καὶ ἐξέρχομαι, συχνάζω, κατέχω, δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου Αἰσχύλ. Ἀγ. 972· ὡσαύτως, ἔρχομαι εἰς…, πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπ. πέδον ; Εὐρ. Μήδ. 666.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
parcourir, visiter, acc.;
Moy. ἐπιστρωφάομαι-ῶμαι se tourner vers, venir vers ou dans, acc..
Étymologie: ἐπί, στρωφάω.

English (Autenrieth)

(frequentative of ἐπιστρέφω): haunt; πόληας, Od. 17.486†.

Greek Monotonic

ἐπιστρωφάω: θαμιστικό του ἐπιστρέφω, επισκέπτομαι ή συχνάζω σε ένα μέρος, με αιτ. τόπου, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., μπαίνω και βγαίνω, συχνάζω, επισκέπτομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστρωφάω: тж. med.
1) обходить, посещать (πόληας Hom.);
2) приезжать, прибывать: πόθεν γῆς τῆσδ᾽ ἐπιστρωφᾷ πέδον; Eur. откуда приходишь ты в этот край?;
3) возвращаться (δῶμα Aesch.);
4) перен. (о заботах) посещать, удручать (ἀνὴρ ὅντε ἐπιστρωφῶσι μέριμναι HH).

Middle Liddell

[Frequentat. of ἐπιστρέφω
to visit or frequent a place, c. acc. loci, Od.:—Mid. to go in and out of, frequent, visit, occupy, Aesch., Eur.